- λιπόγληνος
- λῐπό-γληνος, ον,A without eyeballs, sightless, Nonn.D. 37.517.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιπόγληνος — λιπόγληνος, ον (Α) αόμματος, τυφλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + γληνος(< γλήνη «μάτι»), πρβλ. αστρό γληνος, μελί γληνος] … Dictionary of Greek
λιπογλήνοιο — λιπόγληνος without eyeballs masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… … Dictionary of Greek